- μηχανοπανουργία
- μηχᾰνο-πᾰνουργία, ἡ,A fraud, PMasp.5.16 (vi A. D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μηχανοπανουργία — μηχανοπανουργία, ἡ (Α) δόλιο τέχνασμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μηχανή + πανουργία] … Dictionary of Greek
μηχανή — I Με γενική έννοια μ. είναι κάθε διάταξη κατάλληλη να εκμεταλλεύεται μια ορισμένη μορφή ενέργειας για να επιτελέσει ένα έργο ή για να τη μετατρέψει σε μια άλλη μορφή ενέργειας. Οι μ. που συνήθως ονομάζονται απλές (μοχλός, σκοινί, κεκλιμένο… … Dictionary of Greek